Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

«Βρέχει φωτιά στη στράτα μου»

Τη βραδιά που πέθανε η Σάρα απ’ τις αναθυμιάσεις του μαγκαλιού στεκόμουν για ώρα μπροστά στην μπαλκονόπορτα. Ψόφο έκανε έξω. Άχνιζα το τζάμι με την ανάσα μου κι έγραφα με το δάχτυλο το όνομά σου. Ύστερα το έσβηνα γρήγορα – γρήγορα ντροπιασμένος.....

Ούτε στην πολυκατοικία που έμενα ανάβανε τα καλοριφέρ. Πού λεφτά για κοινόχρηστα, πού λεφτά για τη ΔΕΗ. Στον δεύτερο η οικογένεια πεινούσε «διακριτικά». Και στον τρίτο και οι δυο άνεργοι. Μέρα παρά μέρα δέρνανε τον έρωτά τους με χαστούκια μήπως ζωντανέψει.

Δεν ξέρω γιατί σ’ ερωτεύτηκα πανάθεμά με.

Τόσο διαφορετική από εμένα, τόσο ξένη και τόσο μακρινή. Να δεις, που άμα ξανασυναντηθούμε πάλι για τον «υπεράνθρωπο» του Νίτσε θα μου πεις. Κι εγώ θα παλεύω να τον φτάσω. Μπας και με δεις με άλλα μάτια.

Δίπλα μας πεθαίνουν άνθρωποι αγαπημένη. Μας αλέθει το σύστημα στα αιχμηρά του δόντια, μας ροκανίζει και μας σκορπά, φτύνοντας μακριά αυτά που λέγαμε πως είναι το έχει μας. Αξιοπρέπεια, δικαιώματα, σεβασμός στην ύπαρξη. Καλά είναι τα βιβλία και τα διαβάσματά σου αλλά ρίξε μια ματιά γύρω σου. Τι βλέπεις; Σε ποιο ιδεατό σύμπαν θα μπορούσαμε να κατοικήσουμε αθώοι κι αφελείς τρεφόμενοι μόνο απ’ τη φιλοσοφία;

Στο φούρνο της κυρά Ζωής συναντώ κάθε πρωί ένα γεροντάκι με σβησμένα μάτια. Το μισό της σύνταξης πηγαίνει πια στα φάρμακά του. Ασθματικός, διαβητικός και με πολυνευροπάθεια. Σα να σου λέει ο πρωτομάστορας από ‘κει πάνω το δέκα το καλό! Η χαρά του φαρμακοποιού. Τι να πω στο γεροντάκι, καλημέρα; Το κερνάω κουλούρι Θεσσαλονίκης κι αισθάνομαι μηδενικό ολοστρόγγυλο κι εγώ.


Χριστούγεννα έρχονται και μας σωθήκανε τα θαύματα. Τι να μοιράσω στους ανθρώπους; Πόση μπαγιάτικη χαρά;

Υποταχτήκαμε στη μοίρα του μη αναστρέψιμου και κάναμε μόκο. Εμείς οι νέοι, οι ωραίοι και οι ιδεαλιστές. Οι γενναίοι των δρόμων, η σπορά των αγωνιστών. Περασμένα μεγαλεία μου, πού πάμε; Αν φτάσαμε στις μέρες μας να πεθαίνουν παιδιά απ’ το κρύο κι άλλα να λιποθυμάνε από πείνα, να σκοτώνονται μανάδες και πατεράδες απ’ την απόγνωση και να μαραζώνουν οι παππούδες απ’ το φόβο και την έλλειψη, δεν χωράμε σ’ αυτή τη γη, δεν το καταλαβαίνεις;

Βλέπω αυτούς που επιχειρούν – εγκαίρως – να στολίσουν τα σπίτια τους. Αγωνιούν κι αυτοί, μη νομίζεις. Τι Χριστούγεννα θα κάνω εγώ φέτος έξω απ’ τα μάτια σου; Να ήταν αυτό η μοναδική μου έννοια. Όλα θα ήταν πιο απλά. Κι η τηλεόραση να λέει στη διαπασών για πόρνες επαναστάσεις του συρμού. Να ευλογάνε τα γένια τους αυτοί που κυβερνάνε κι οι άλλοι να κλαυθμηρίζουν δίχως νόημα.

Πεθαίνει ο κόσμος μαλάκες κι εσείς;

Αρπάζω με φόρα τα βιβλία απ’ το ράφι. Κόκκινα των τσιτάτων και των καθοδηγήσεων. Θαλασσιά της ανώτερης συνειδητότητας και της επιστροφής στην ευτυχία. Πράσινα της οικολογίας και της φυσικής ζωής.

Πεθαίνει ο κόσμος μαλάκες κι εμείς;

Τα κουβαλώ στα χέρια μέχρι το δρόμο. Τα στοιβάζω σε σωρό καταμεσής στην άσφαλτο. Ο συνταξιούχος ναυτικός του πρώτου μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι με κοιτά απ’ το στενό του μπαλκόνι. Δεν απορεί. Μονάχα καπνίζει χόρτο και χάνεται.

Από τότε που τον ξέρω. Χρόνια τώρα. Δεν υποφέρεται ο κόσμος των στεριανών μάλλον. Εξευτελιστική σταθερότης!

Του ζητάω φωτιά. Μου πετάει έναν μπλε αναπτήρα. Ευτυχώς δεν περνούν αυτοκίνητα απόψε. Σε σκέφτομαι γαμώτο πολύ ακόμα κι όταν κάνω τρέλες σαν και τώρα. Ξέρω πως δεν θα σου άρεσε καθόλου αυτή η συμπεριφορά. Μοιάζει θλιβερά πρωτόγονη.

Η φωτιά δυναμώνει. Ο γείτονας βάζει δυνατά μουσική.

«Βρέχει φωτιά στη στράτα μου» Σαν την ταινία μου λέει. Σαν την ταινία.

Ταινία γίναμε ρε φίλε. Ασπρόμαυρο μελό της δεκαετίας του ’50 και βάλε. Σιγά – σιγά βγαίνουν κι οι άλλοι στα μπαλκόνια. Στην αρχή απορούν, μετά γελάνε κι ύστερα κατεβαίνουν κάτω. Κουβαλώντας ο καθένας ότι έχει για κάψιμο. Προσφορά στους θεούς μήπως και εξαγνιστούμε. Μια σπασμένη καρέκλα απ’ τον δεύτερο, δυο χαρτόκουτα απ’ τον τρίτο, ένα κάδρο απ’ τον τέταρτο. Η κυρά Κατερίνα που μένει στο ισόγειο μας κερνάει κονιάκ σε γυάλινα ποτηράκια της παλιάς εποχής.

«Να ζεσταθούμε – λέει – να συγχωρέσουμε, να συγχωρεθούμε.»

Καθόμαστε γύρω απ’ τη φωτιά όλοι όσοι κατεβήκαμε στο δρόμο. Κι άλλοι στα μπαλκόνια. Με αναμμένα φώτα ή με κεριά στα χέρια. Κάποιοι κλαίνε. Κάποιοι γελάνε. Κάποιοι αγκαλιάζονται. Σε σκέφτομαι γαμώ το κεφάλι μου. Τι βρήκα κι ερωτεύτηκα σε σένα; Πόσο διαφορετικοί και πόσο ξένοι είμαστε εμείς. Πού να συναντηθούμε;

«Κάνει κρύο απόψε» ακούω μια φωνή δίπλα μου. Τα πόδια μου κόβονται. Απλώνει τα χέρια στη φωτιά να ζεσταθεί. Κι ύστερα μου χαμογελάει.

«Η φωτιά είναι συντροφιά» λέει ξανά η Πέρσα κι ακούω πουλιά να κελαηδούνε στο κεφάλι μου.

«Καλά Χριστούγεννα! Με υγεία!» εύχεται κάποιος απ’ το απέναντι μπαλκόνι. Κι ύστερα κι άλλος κι άλλος. Μείναμε για ώρα να κοιτιόμαστε στα μάτια.

Καλά Χριστούγεννα λοιπόν, με θαύματα καρδιάς και με αγάπη! Συχνά αρκεί!

Της Μαρίας Στρίγκου


Από το 29ο τεύχος των Λόγων Παίγνια (Ένας Μπάμπης)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου